- τρικλινής
- -ές, Νφρ. «τρικλινές σύστημα»(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. δι-κλινής. Το επίθ., στο ουδ. τρικλινές, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.